μαξιλάρι

μαξιλάρι
1) coussin
2) oreiller

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μαξιλάρι — το (Μ μαξιλάριον και μαξιλάριν) μικρός σάκος παραγεμισμένος με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη ύλη, ο οποίος χρησιμεύει για τη στήριξη τού κεφαλιού κατά τον ύπνο ή για ξεκούραση τών μελών τού σώματος, προσκεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάριον, υποκορ …   Dictionary of Greek

  • μαξιλάρι — το (λ. λατ.), το προσκέφαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαξιλαρώνω — [μαξιλάρι] 1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρια 2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο ή ηθοποιό ρίχνοντας στη σκηνή τού θεάτρου τα μαξιλάρια τών καθισμάτων …   Dictionary of Greek

  • μαξιλαράκι — το 1. μικρό μαξιλάρι, μικρό προσκεφάλι κρεβατιού 2. μικρό μαξιλάρι πολυθρόνας που χρησιμεύει ως διακοσμητικό στοιχείο ή ως αναπαυτικό στήριγμα τών νώτων 3. πολύ μικρό μαξιλάρι που χρησιμοποιείται από τους ράπτες και τις ράπτριες για να καρφώνουν… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κερβικάριον — κερβικάριον, τὸ (ΑΜ, Α και κερβηκάριον) προσκέφαλο, μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cervical «μαξιλάρι» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον, πιθ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • μαξιλάρα — η 1. μεγάλο μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + μεγεθ. κατάλ. άρα] …   Dictionary of Greek

  • μαξιλαρομάννα — η μεγάλο μαξιλάρι που πιάνει όλο το πλάτος του κρεβατιού, αλλ. μαξιλάρα, προσκεφαλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + μάννα*] …   Dictionary of Greek

  • σολάριο — (Solario). Επώνυμο Ιταλών καλλιτεχνών. 1. Ανδρέας. Ζωγράφος (1458 1515). Ήταν αδελφός του διάσημου αρχιτέκτονα Χριστόφορου Σ. (2). Αν και Μιλανέζος, προτιμούσε την τεχνοτροπία των Βενετών συναδέλφων του, την οποία άλλωστε είχε γνωρίσει από κοντά …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Dodekanes-Inseln —  Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”